Ο επαγγελματικός αθλητισμός είναι μια τεράστια παγκόσμια βιομηχανία. Στη βιομηχανία αυτή κάθε επαγγελματίας αθλητής οφείλει να λαμβάνει μετρήσεις των σωματικών του παραμέτρων και να έχει ποσοτικοποιημένα, έγκυρα δεδομένα των επιδόσεών του.

Με αυτόν τον τρόπο ο εκάστοτε προπονητής, γυμναστής, ο ίδιος ο αθλητής, αλλά και μια σειρά ανθρώπων που ασχολούνται και επενδύουν στο χώρο του επαγγελματικού αθλητισμού. έχουν ακριβή γνώση των επιδόσεων του αθλητή, του επιπέδου φυσικής κατάστασης στο οποίο βρίσκεται, των ενεργειακών απαιτήσεων του αθλήματός του και πολλών ακόμα πλευρών του αθλήματος.

Οι πληροφορίες αυτές διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο καθώς, για παράδειγμα, ο προπονητής σχεδιάζει και προσαρμόζει ανάλογα την προπόνηση ή οι μέτοχοι ενός συλλόγου αποφασίζουν αν αξίζει να δαπανηθούν χρήματα για το συγκεκριμένο αθλητή. Τα δεδομένα αυτά προκύπτουν μέσα από μια σειρά εξετάσεων και δοκιμασιών. Οι αρχές που διέπουν κάθε τεστ είναι ότι θα πρέπει να είναι έγκυρο, αξιόπιστο, αντικειμενικό και να κουράζει τον αθλητή όσο το δυνατόν λιγότερο. Κάποιες από τις κυριότερες εξετάσεις τις οποίες υποβάλλεται ένας αθλητής και οι οποίες δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη φυσιολογία του είναι οι ακόλουθες: αιματολογικές εξετάσεις, λιπομέτρηση, καρδιογράφημα, μυοσκελετική σταθερότητα, ισοκινητική δυναμομέτρηση, τεστ μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου, μέτρηση δύναμης κάτω άκρων, τεστ ευλυγισίας και ρυθμός ανάπτυξης δύναμης.

Πολλές από τις παραπάνω μετρήσεις και εξετάσεις όμως αμφισβητούνται ως μη αξιόπιστες, καθώς δεν πραγματοποιούνται στις ρεαλιστικές συνθήκες του
αθλήματος. Κατά τη διάρκεια της πραγματικής διεξαγωγής του αθλήματος υπάρχουν παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις επιδόσεις ενός αθλητή. Για παράδειγμα, σίγουρα ένα τεστ μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου ενός μαραθωνοδρόμου θα μας δώσει πληροφορίες για την αντοχή του, αλλά θα αφήσει ερωτηματικά για το κατά πόσο αυτή είναι η αντοχή του αθλητή υπό έντονη ηλιοφάνεια, ψυχολογική πίεση και ανταγωνισμό.

Η wearable τεχνολογία φαίνεται ότι δίνει τη λύση και σε αυτό το πρόβλημα καθώς επιτρέπει, σε συνδυασμό με το κατάλληλο software, την εξέταση φυσικών, τεχνικών και τακτικών παραμέτρων κατά τη διάρκεια προπονήσεων ή αγώνων, προσφέροντας ακόμα και real-time δεδομένα. Χάρη στην εξέλιξη και εξάπλωση των wearables παρατηρείται μεγάλη αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται τα δεδομένα. Ας δούμε μερικά παραδείγματα. Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα η καθιερωμένη διαδικασία για τη μέτρηση της ταχύτητας και της επιτάχυνσης ενός αθλητή περιελάβανε δύο σημεία (έναρξη-τερματισμός) τα οποία οριοθετούσαν μια συγκεκριμένη απόσταση και έναν επιβλέποντα (συνήθως γυμναστή) ο οποίος κρατώντας χρονόμετρο κατέγραφε τους χρόνους του αθλητή.

Στη συνέχεια, με αριθμητικές πράξεις υπολογιζόταν η μέγιστη ταχύτητα και η επιτάχυνση. Στην προσπάθειά των επιστημόνων να καταστήσουν τα τεστ πιο έγκυρα απαιτούνταν (σε αθλήματα όπως το μπάσκετ ή το ποδόσφαιρο) ακόμα πιο πολύπλοκες, χρονοβόρες και κουραστικές διαδικασίες για τον αθλητή και το γυμναστή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πολύ γνωστό “Υo-Υo test”. Το “Yo-Yo test” αναπτύχθηκε από τον Jens Bangsbo και τους συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης τη δεκαετία του 90. Αποτελούσε το πρωταρχικό εργαλείο αξιολόγησης της αντοχής ενός αθλητή, αλλά και πεδίο διαφωνιών μεταξύ των επιστημόνων για την εγκυρότητά του. Το τεστ περιλαμβάνει συνεχείς αλλαγές κατεύθυνσης και σπριντ ώστε να προσομοιάζει τις συνθήκες ενός αγώνα ποδοσφαίρου, μπάσκετ ή αμερικάνικου ποδοσφαίρου. Είναι κουραστικό, χρονοβόρο και ποτέ δεν κατάφερε να αποκτήσει ξεκάθαρους κανόνες πραγματοποίησης και να αποτελέσει ένα ενιαίο αδιαμφισβήτητο μέτρο σύγκρισης για τους αθλητές.

Σήμερα, με ένα wearable watch το οποίο περιλαμβάνει GPS (Global Positioning System) ή με τη χρησιμοποίηση semi-automatic player tracking
technologies τα ίδια στοιχεία είναι στη διάθεση του αθλητή ή του προπονητή, με απόλυτη ακρίβεια και συλλεγμένα σε πραγματικές συνθήκες του εκάστοτε αθλήματος.

Αντίστοιχα, μέχρι πρόσφατα στους ποδοσφαιριστές το τεστ ανοχής στο γαλακτικό οξύ πραγματοποιούνταν όπως περιγράφηκε πιο πάνω, με τις όποιες
αντιρρήσεις ως προς τη αξιοπιστία του. Πλέον οι ποδοσφαιρικές ομάδες, εκτός από το παραδοσιακό τεστ μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου, χρησιμοποιούν wearable και microtechnology. Το καλοκαίρι του 2018, ο αγγλικός ποδοσφαιρικός σύλλογος Liverpool FC πραγματοποίησε τη μέτρηση του επίπεδου γαλακτικού οξέος των ποδοσφαιριστών, κατά τη διάρκεια προπόνησης χρησιμοποιώντας το Biosen C-Line glucose and lactate
analyzer (chip sensor technology με αποτελέσματα σε 20-45 sec).

Ακόμα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα χρησιμότητας των wearables είναι η μέτρηση αποστάσεων που καλύπτει ένας αθλητής κατά τη διάρκεια του αθλήματος στο οποίο αγωνίζεται. Αυτό είναι κάτι εύκολο όταν πρόκειται για δρομείς οι οποίοι διανύουν μια προκαθορισμένη απόσταση, κολυμβητές σε μια πισίνα ή όταν σε ένα άθλημα η απόσταση που καλύφθηκε είναι αδιάφορη ως δεδομένο, όπως στο βόλεϊ ή στο τένις. Στο δημοφιλές άθλημα του ποδοσφαίρου, το οποίο είναι παράλληλα μια βιομηχανία τρισεκατομμυρίων ευρώ, είναι μείζονος σημασίας να είναι γνωστή η συνολική απόσταση που καλύπτει ο κάθε ποδοσφαιριστής στα 90 λεπτά του αγώνα.

Για να επιτευχθεί αυτό, ένα επιτελείο εργαζόταν αποκλειστικά για τον όσο το δυνατόν καλύτερο υπολογισμό των χιλιομέτρων που διένυσαν οι αθλητές μέσω βίντεο. Ήταν μια πολύ απαιτητική διαδικασία, εξαιτίας της ταχύτητας του αθλήματος, του αριθμό αθλητών και της μεγάλης επιφάνειας διεξαγωγής του αγώνα, η οποία χρειαζόταν περίπου 32 εργατοώρες για να ολοκληρωθεί με τη βοήθεια πολλαπλών καμερών και αλγορίθμων. Στις μέρες μας, οι προπονητές και οι παράγοντες των ποδοσφαιρικών συλλόγων γνωρίζουν ακριβώς τα χιλιόμετρα που διένυσαν στον αγώνα οι παίκτες τους χάρη σε γιλέκα με ενσωματωμένο GPS, τα οποία φορούν οι αθλητές κάτω από τις μπλούζες τους. 

Τέλος, σε αθλήματα όπως το ράγκμπι και το αμερικάνικο ποδόσφαιρο, με συχνές και σκληρές σωματικές επαφές είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό να υπάρχει ακριβής μέτρηση των συγκρούσεων του κάθε αθλητή, δεδομένου ότι κάθε σύγκρουση επιφέρει μεγάλο ενεργειακό φόρτο και καταπόνηση στον αθλητή. Πριν δέκα χρόνια, η διαδικασία αυτή απαιτούσε βιντεοσκόπηση του αγώνα ή του παιχνιδιού και ανάλυσή του. Σήμερα χάρη σε sports wearables είναι ακόμα ένα στατιστικό το οποίο υπολογίζεται αυτόματα.